- ρέμβη
- ῥέμβη, η, ΝΜΑνεοελλ.ο ρεμβασμός, η ευάρεστη περιπλάνηση τής φαντασίας και τής σκέψηςαρχ.-μσν.η περιπλάνηση, το να γυρίζει κάποιος εδώ κι εκεί.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. ῥέμβομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ῥέμβῃ — ῥέμβη wandering fem dat sg (attic epic ionic) ῥέμβομαι turn round and round pres subj mp 2nd sg ῥέμβομαι turn round and round pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥέμβην — ῥέμβη wandering fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρέμβος — ὁ, Α η ρέμβη, η άσκοπη περιπλάνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. ῥέμβομαι] … Dictionary of Greek
ρέμψις — εως, ἡ, Α [ῥέμβομαι]·1. ρέμβη 2. λησμοσύνη, αφηρημάδα … Dictionary of Greek
ՅԱԾՈՒՆ — ( ) NBH 2 0314 Chronological Sequence: 6c ա. ῤέμβη, ῤέμβος, ῤεμβασμός, περιφέρεια circumagitatio, circumlatio, evagatio, aberratio ἁποπλάνησις circumerratio. Իբր Յածող, եւ Շարժուն. կամ յածօղ զաչս. *(Նաւավարք) իբրեւ զկենդանի յածունս ʼի տապանի՝… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ρεμβασμός — ρεμβασμός, ο και ρέμβη, η ονειροπόληση: Συχνά παραδινόταν σε ρεμβασμούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρεμβώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που κλίνει στη ρέμβη, ο ονειροπόλος: Οι ρομαντικοί ποιητές είναι πάντα ρεμβώδεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)